- ἐπαιρόμενος
- ἐπαίρωlift up and set onpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гърдитисѧ — ГЪР|ДИТИСѦ (41), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ гл. 1. Проявлять непокорность, дерзость: Прозвѹтеръ аще бѹдеть еп(с)пъмь своимь ѿлѹченъ… но ра||сколѹ творѩ и гордѩсѩ. ст҃ынѩ б҃ии принесеть… да бѹдеть проклѩтъ. КР 1284, 107–108. 2. Проявлять высокомерие,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
ευημέρημα — εὐημέρημα, τὸ (Α) [ευημερώ] 1. επιτυχία (συνήθως στρατιωτική) («ἐπαιρόμενος... τῷ... περὶ τοὺς ἱππεῑς εὐημερήματι», Πολ.) 2. (για το σώμα) υπεροχή, πλεονέκτημα … Dictionary of Greek
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek